- αθερινός
- ο (Α ἀθερῖνος)η αθερίνανεοελλ.το αθερινιό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αθερινός, Κοσμάς Ιωάννου — Αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αθρινός, Κοσμάς … Dictionary of Greek
ἀθερῖνοι — ἀθερῖνος smelt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… … Dictionary of Greek
αθερίνη — η (Α ἀθερίνη, η και ἀθερῖνος, ο) βλ. αθερίνα … Dictionary of Greek
αθερίνη — η και αθερίνα, η και αθερινός, ο μικρό θαλασσινό ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)